- πρηΰγελως
- πρηΰ-γελως, κτλ.,A v. πραϋ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρηΰγελως — ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πραΰγελως … Dictionary of Greek
πρηύγελως — πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] … Dictionary of Greek